πρασιά

πρασιά
4237 πρασιά
{сущ., 2}
грядка, огород; перен. ряд, группа (Мк. 6:40).*

Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. . 2006.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "πρασιά" в других словарях:

  • πρασιά — πρασιά̱ , πρασιά bed in a garden fem nom/voc/acc dual πρασιά̱ , πρασιά bed in a garden fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρασία — πρασίᾱ , πράσιος vomitus fem nom/voc/acc dual πρασίᾱ , πράσιος vomitus fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρασίᾳ — πρασίᾱͅ , πράσιος vomitus fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρασιά — η 1. τμήμα κήπου φυτεμένο, αλλ. φραγιά, παρτέρι. 2. ελεύθερος χώρος ανάμεσα σε οίκημα και δρόμο: Το πολεοδομικό σχέδιο προβλέπει δυο μέτρα πρασιά στην περιοχή αυτή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πρασιά — (allium). Με την ονομασία αυτή (λέγεται και αγριοπρασιά), χαρακτηρίζονται 3 φυτά. Το 1ο, που επιστημονικά ονομάζεται άλλιο το μέλαν ανήκει στην οικογένεια των λειλιδών. Είναι πολυετής πόα, με βλαστό ισχυρό κυλινδρικό, ύψους 40 80 εκ., με βολβό… …   Dictionary of Greek

  • πρασιᾶς — πρασιά bed in a garden fem gen sg (attic doric aeolic) πρασιᾶ̱ς , πρασιάζω divide into beds fut ind act 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρασιάν — πρασιά̱ν , πρασιά bed in a garden fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρασιάς — πρασιά̱ς , πρασιά bed in a garden fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρασίας — πρασίᾱς , πράσιος vomitus fem acc pl πρασίᾱς , πράσιος vomitus fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Прасия — (Πρασία) в древности город элевтеролаконов, на вост. берегу Лаконии, с гаванью. В 430 г. до Р. Хр. город был взят афинянами и разрушен …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • ПРАСИЙСКОЕ ОЗЕРО —    • Πρασιὰς λίμνη,          также Κερκινι̃τις, значительное озеро в Македонии (н. Такино), через которое протекает Стримон, выше Амфиполя. Hdt. 5, 25. 1, 11, 3 …   Реальный словарь классических древностей


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»